επινεανικεύομαι — ἐπινεανικεύομαι, (Α) 1. φέρομαι σαν νέος, δείχνω νεανική ζωτικότητα 2. φέρομαι υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεακικ εύομαι (< νεανικός)] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καταμεγαλοφρονώ — καταμεγαλοφρονῶ, έω (Α) 1. φέρομαι σε κάποιον υπεροπτικά, καταφρονώ κάποιον 2. υπερηφανεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεγαλο φρονῶ «υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
καταφρονητικός — και καταφρονετικός, ή, ό (AM καταφρονητικός, ή, όν) [καταφρονητής] 1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό 2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης. επίρρ... καταφρονητικά… … Dictionary of Greek
κορδοπατώ — 1. βαδίζω καμαρωτά, κορδωμένα, υπεροπτικά 2. περπατώ θυμωμένος 3. απειλώ, φοβερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα (με τη σημ. που εμφανίζει το παρ. ρ. κορδώνω*) + πατώ (πρβλ. κατα πατώ, ποδο πατώ)] … Dictionary of Greek
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
μεγαλεύομαι — (Μ) [μεγάλος] φέρομαι υπεροπτικά, αλαζονεύομαι … Dictionary of Greek
οφρυάζω — ὀφρυάζω (Α) [οφρύς] 1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου 2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου 3. συνοφρυώνομαι … Dictionary of Greek
περηφανεύομαι — 1. πιστεύω στην ηθική αξία τού εαυτού μου ή κάποιας πράξης που έχει στενή σχέση μ εμένα και καυχιέμαι γι αυτά, είμαι περήφανος, υψηλόφρων 2. είμαι αλαζόνας, φέρομαι στους άλλους υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερηφανεύομαι με σίγηση τού αρκτικού… … Dictionary of Greek
σνομπάρω — Ν [σνομπ] έχω συμπεριφορά σνομπ, φέρομαι υπεροπτικά και ακατάδεχτα … Dictionary of Greek